- ρελαντί
- το, Ν1. αργή κίνηση στη λήψη κινηματογραφικών σκηνών2. ή λειτουργία κινητήρα εσωτερικής καύσης στο χαμηλότερο δυνατό βαθμό περιστροφής του.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. ralenti (< γαλλ. ralentir «επιβραδύνω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… … Dictionary of Greek
εξαερωτής ή καρμπιρατέρ — Μηχανικό όργανο που παρέχει και αναμειγνύει το καύσιμο και τον αέρα κατά την τροφοδοσία των κινητήρων εσωτερικής καύσης, με ανάφλεξη μέσω σπινθήρα. Παλαιότερα ονομαζόταν αναμείκτης ανθρακωτής ή αναμεικτήρας. Μέχρι και τη δεκαετία του 1980 η… … Dictionary of Greek